- λαλοῦν
- λαλέωtalkpres part act masc voc sg (attic epic doric)λαλέωtalkpres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλεκτοροφωνία — ἀλεκτοροφωνία, η (AM) 1. φωνή, λάλημα κόκορα 2. το χρονικό διάστημα από τα μεσάνυχτα μέχρι τα χαράματα, οπότε λαλούν οι πετεινοί (για τους αρχαίους η τρίτη «φυλακή» τής νύχτας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέκτωρ ορος + φωνία < φωνος < φωνή] … Dictionary of Greek
κόκορας — ο 1. αλέκτωρ, πετεινός 2. ο επικρουστήρας τών κυνηγετικών και τών παλαιών πυροβόλων όπλων, αλλ. λύκος 3. φρ. α) «κάνει τον κόκορα» κάνει τον γενναίο, κάνει τον παλικαρά β) «τά φόρτωσε στον κόκορα» απέτυχε στην προσπάθειά του γ) «σαράντα πέντε… … Dictionary of Greek
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… … Dictionary of Greek
πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… … Dictionary of Greek
τρεις — τρία / τρεῑς, τρία, ΝΜΑ (απόλ. αριθμτ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: α) δωρ. ονομ. αρσ. και θηλ. τρέες και τρῆς και τρῑς β) γεν. αρσ., θηλ. και ουδ. τριών, τριῶν γ) δοτ. αρσ., θηλ. και ουδ. τρισί και τριοῑσι και τρίεσσι, αιολ. τ. τρίσσι δ) αιτ. αρσ. και θηλ. τρεις … Dictionary of Greek
λαλώ — λάλησα 1. μιλώ: Σήμερα δε λάλησες καθόλου. 2. ηχώ: Λαλούν τα κλαρίνα. 3. (για πουλιά), κελαηδώ, τερετίζω, τιτιβίζω: Όλη μέρα λαλούσαν τα πουλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξημερώνω — ξημέρωσα, ξημερώθηκα 1. μένω άγρυπνος ως το πρωί: Ξημερώσαμε στο γάμο. 2. απρόσ., ξημερώνει, φτάνει η ημέρα, έρχεται η αυγή, το πρωί, χαράζει, γλυκοχαράζει, φέγγει: Όπου λαλούν πολλά κοκόρια αργεί να ξημερώσει (όπου ανακατεύονται πολλοί, το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)